- κατεισέρχομαι
- κατεισ-έρχομαι,A return, Sammelb.4284.8, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατεισέρχομαι — (Α) πάπ. επανέρχομαι, επιστρέφω στο ίδιο μέρος … Dictionary of Greek